γαμοστόλος — preparing a wedding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμοστόλος — και γαμοστόλας, ο (AM γαμοστόλος, Μ και γαμοστόλας) νεοελλ. η γαμήλια πομπή αρχ. μσν. αυτός που κάνει προετοιμασίες για τον γάμο αρχ. ο έβδομος οίκος τού ωροσκοπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάμος + στόλος < στόλος < στέλλω] … Dictionary of Greek
γαμοστόλον — γαμοστόλος preparing a wedding masc/fem acc sg γαμοστόλος preparing a wedding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμοστόλε — γαμοστόλος preparing a wedding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμοστόλοι — γαμοστόλος preparing a wedding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμοστόλου — γαμοστόλος preparing a wedding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμοστόλῳ — γαμοστόλος preparing a wedding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Венера (миф.) — (лат. Venus) одно из 12 божеств греко римского Олимпа, Афродита у эллинов, богиня любви и красоты, мать Амура (Эроса), царица нимф и граций. По Гомеру Афродита, дочь Зевса и Дионы, обладает поясом, который способен сделать всякую женщину или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Венера (миф.) — (лат. Venus) одно из 12 божеств греко римского Олимпа, Афродита у эллинов, богиня любви и красоты, мать Амура (Эроса), царица нимф и граций. По Гомеру Афродита, дочь Зевса и Дионы, обладает поясом, который способен сделать всякую женщину или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
γαμοστολώ — γαμοστολῶ ( έω) (Μ) [γαμοστόλος] κάνω προετοιμασίες για τον γάμο … Dictionary of Greek